72 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΡΟΥΜΑΝ

72 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΟ ΔΟΓΜΑ ΤΡΟΥΜΑΝ

Η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της επέλεξαν με αυτόν τον τρόπο να εκχωρήσουν σημαντικό τμήμα των εξουσιών τους στην αμερικανική αποστολή προκειμένου να διασφαλίσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους.

Η επέμβαση του αμερικανικού ιμπεριαλισμού στην Ελλάδα

 

H αντιφασιστική συμμαχία, η οποία διαμορφώθηκε ανάμεσα στην ΕΣΣΔ και στους δυτικούς Συμμάχους στη διάρκεια του πολέμου, είχε από τη γένεσή της ημερομηνία λήξης. Η πρώτη ανοιχτή σύγκρουση των δύο κόσμων εκδηλώθηκε στα θέατρα επιχειρήσεων του ελληνικού εμφυλίου, αλλά δεν άργησε να εξαπλωθεί και να βρει νέες μορφές έκφρασης και στον υπόλοιπο κόσμο. Στην ίδια την Ευρώπη η ρευστή κατάσταση, η οποία οφειλόταν στην δυναμική την οποία είχαν αναπτύξει το εργατικό κίνημα και οι πολιτικοί φορείς του στη διάρκεια της αντίστασης, καθώς και στην αναπτέρωση του ηθικού των μαζών μετά την ήττα του φασισμού, προξενούσε ανησυχία στα ιμπεριαλιστικά κέντρα λήψης των αποφάσεων, με προεξάρχουσα την Ουάσιγκτον, η οποία είχε γίνει η ηγεμονική δύναμη του παγκόσμιου καπιταλισμού.

Στην Ελλάδα ο πόλεμος, η κατοχή και το γιγαντιαίο εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα του ΕΑΜ είχαν απεξαρθρώσει τις δομές του καπιταλιστικού συστήματος. Η εμφύλια σύγκρουση που ακολούθησε έθετε υπό διακύβευση την ίδια την επιβίωσή του. Ως εκ τούτου, η άμεση παρέμβαση των κυρίαρχων ιμπεριαλιστικών δυνάμεων ήταν η μόνη που μπορούσε να διασφαλίσει την αναπαραγωγή της κυριαρχίας της ελληνικής αστικής τάξης και την ανακοπή της τάσης μετάδοσης του επαναστατικού κύματος στην ευρύτερη περιοχή. Αυτή η παρέμβαση δεν περιορίστηκε στη ροή οικονομικής βοήθειας, στην αποκατάσταση των υποδομών και στην κατοχύρωση υψηλού ποσοστού κέρδους για τους κυρίαρχους εκπροσώπους του ελληνικού κεφαλαίου, αλλά προχώρησε και στην κινητοποίηση όλων των διαθέσιμων ένοπλων μέσων με στόχο την ωμή καταστολή του εργατικού κινήματος και την εκμηδένιση της όποιας στρατιωτικής ισχύος του.

Το πολιτικό και οικονομικό υπόβαθρο

Η αυξανόμενη αδυναμία της Βρετανίας να διατηρεί δυνάμεις ταυτοχρόνως σε πολλά μέτωπα, η προϊούσα οικονομική κρίση την οποία βίωνε ο βρετανικός καπιταλισμός μετά το τέλος του πολέμου και η όξυνση των συγκρούσεων στις αποικίες καθιστούσαν όλο και πιο επιτακτική την ανάγκη να απαλλαγεί η Βρετανία από το βάρος της οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας προς την Ελλάδα. Η επίσημη διακοίνωση για τη διακοπή της οικονομικής βοήθειας παραδόθηκε στις 21 Φεβρουαρίου 1947, ενώ τα βρετανικά στρατεύματα, χάρη στην παρελκυστική τακτική της Βρετανίας, δεν αποσύρθηκαν από την Ελλάδα παρά μόνο την επαύριον του εμφυλίου. Πριν από την οριστική λήψη αυτής της απόφασης είχε προηγηθεί πυρετός διαβουλεύσεων μεταξύ του απερχόμενου και του νέου «προστάτη» της χώρας, δηλαδή μεταξύ της Βρετανίας και των ΗΠΑ.

Εξάλλου ήδη από τα τέλη του 1946 η αμερικανική πλευρά προσανατολιζόταν στην ανάληψη ενεργότερου ρόλου στα ελληνικά πράγματα, τάση την οποία είχαν καταστήσει εμφανή με δημόσιες ή ιδιωτικές δηλώσεις τους κορυφαίοι Αμερικανοί αξιωματούχοι. Από την πλευρά της η ελληνική κυβέρνηση είχε στραφεί στις ΗΠΑ και είχε ζητήσει την αρωγή τους για να αντιμετωπίσει τα πιεστικά οικονομικά προβλήματα της χώρας. Τον Ιανουάριο του 1946 η Ελλάδα εξασφάλισε, με την καθοριστική συμβολή των ΗΠΑ, τη χορήγηση δανείου ύψους 25 εκατομμυρίων δολαρίων από την Τράπεζα Εισαγωγών-Εξαγωγών. Επίσης η καθοδήγηση των ΗΠΑ είχε αποδειχθεί καθοριστικής σημασίας για τη διαχείριση του ζητήματος της προσφυγής στον ΟΗΕ από την ελληνική κυβέρνηση. Τα ασφυκτικά περιθώρια του χρονοδιαγράμματος στη βρετανική διακοίνωση (οριστική διακοπή της βοήθειας στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους) έθεταν επιτακτικά την ανάγκη να αναλάβουν άμεσα πρωτοβουλία οι ΗΠΑ. Στις 28 Φεβρουαρίου η αμερικανική κυβέρνηση γνωστοποίησε στην ελληνική πλευρά την πρόθεσή της να διαδεχθεί τους Βρετανούς. Στην συνέχεια η ελληνική κυβέρνηση παρέδωσε το επίσημο αίτημα για παροχή βοήθειας στην Ελλάδα. Η συγκεκριμένη διακοίνωση μόνο τύποις ήταν ελληνική, καθώς στην πραγματικότητα είχε συνταχθεί εξ ολοκλήρου στην Ουάσιγκτον. Αυτό βέβαια «δεν αναιρεί το γεγονός ότι το αντιδραστικό καθεστώς του κεφαλαίου στην Ελλάδα, προκειμένου να επιβληθεί ως εξουσία του κεφαλαίου, ζήτησε ακριβώς γι’ αυτό το λόγο την αμερικανική βοήθεια». (Ριζοσπάστης, 13/3/2005, σ. 11.)

Το δόγμα Τρούμαν

Εκείνη την περίοδο οι στρατηγικές στοχεύσεις των ΗΠΑ στην περιοχή ήταν από τη μια ο έλεγχος των οδών πρόσβασης στις πετρελαιοπηγές της Μέσης Ανατολής και από την άλλη η εδραίωση της κυριαρχίας τους στις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου που δεν είχαν περάσει στη σφαίρα επιρροής της ΕΣΣΔ. Αυτούς τους στόχους επιδίωξαν να υλοποιήσουν και με τη διατύπωση του δόγματος Τρούμαν.

Στις 12 Μαρτίου 1947 ο Αμερικανός πρόεδρος Τρούμαν ανακοίνωσε επισήμως τη χορήγηση βοήθειας στη χειμαζόμενη από τον εμφύλιο Ελλάδα και στην (ουδέτερη μέχρι τις τελευταίες στιγμές του Β΄ παγκόσμιου πολέμου) Τουρκία ενώπιον των δύο νομοθετικών σωμάτων της χώρας. Είχε προηγηθεί μαραθώνιος διαπραγματεύσεων ανάμεσα στους εκπροσώπους της εκτελεστικής εξουσίας και σημαίνοντα στελέχη του Κογκρέσου, με σημαντικότερη τη συνάντηση της 27ης Φεβρουαρίου, στην οποία τα μέλη της Βουλής των Αντιπροσώπων και της Γερουσίας πείστηκαν για την κρισιμότητα της κατάστασης και για την ανάγκη άμεσης δράσης.

Η ομιλία του Τρούμαν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρουσα. Το κείμενο διέπεται από τη λογική του δόγματος της ανάσχεσης. Σε αυτό ο Τρούμαν αναπτύσσει τη θεωρία του ντόμινο. Η περιφέρεια αποτελεί ενιαίο και αδιάσπαστο σύνολο. Αν ένα κομμάτι του παζλ καταρρεύσει, τότε θα συμπαρασυρθούν και τα υπόλοιπα. Με το δόγμα Τρούμαν οι ΗΠΑ εγκολπώνονται ρητά παγκόσμιο ρόλο για την υπεράσπιση του καπιταλιστικού συστήματος όπου και αν αυτό απειλείται. Η κύρια απειλή προέρχεται εκ «της τρομοκρατικής δράσεως χιλιάδων τινών ενόπλων, διευθυνομένων υπό κομμουνιστών, οι οποίοι αψηφούν την εξουσίαν της κυβερνήσεως εις τινά σημεία της χώρας και ιδία κατά μήκος των βορείων συνόρων αυτής». Ταυτοχρόνως «η ελληνική κυβέρνησις δεν είναι εις θέσιν να αντιμετωπίση την κατάστασιν. Ο ελληνικός στρατός είναι ολιγάριθμος και πενιχρώς εξοπλισμένος. Χρειάζεται εφόδια και εξοπλισμόν, εάν πρόκειται να αποκατασταθή η εξουσία της Κυβερνήσεως επί του ελληνικού εδάφους. Η Ελλάς πρέπει να τύχη βοηθείας εάν πρόκειται να καταστή εις θέσιν να βοηθήση εαυτήν και να σεβασθή την δημοκρατίαν. Αι Ηνωμέναι Πολιτείαι πρέπει να παράσχουν τη βοήθειαν ταύτην…»

Την περίοδο σύνταξης του λόγου ο Τρούμαν και οι σύμβουλοί του βρέθηκαν μπροστά σε ένα μεγάλης βαρύτητας δίλημμα. Η ομιλία έπρεπε να επικεντρωθεί στις οικονομικές πτυχές του εγχειρήματος ή το βάρος να δοθεί στην ιδεολογική διάσταση της πρωτοβουλίας. Μετά από στάθμιση των δεδομένων και αφού αμφιταλαντεύτηκε ανάμεσα σε μια πολιτική και σε μια αμιγώς οικονομική ή τεχνοκρατική επιχειρηματολογία, η αμερικανική ηγεσία επέλεξε την πρώτη. Η επιλογή αυτή προτάχθηκε έτσι ώστε το τελικό κείμενο να καταφέρει να ερεθίσει τα αντικομμουνιστικά αντανακλαστικά του ακροατηρίου και να διασφαλιστεί η ευνοϊκή έκβαση της ψηφοφορίας. Όπως είχε πει ο ίδιος ο Πρόεδρος σε κατ’ ιδίαν συνομιλία, δεν χρειαζόταν «ένα προσπέκτους για επενδυτές», αλλά ένα κείμενο το οποίο θα μιλούσε για μεγάλες ιδέες και σημαντικά διακυβεύματα.

Στο διακηρυκτικό επίπεδο έπρεπε να δοθεί έμφαση στην ιδεολογική σταυροφορία που συνιστούσε το εγχείρημα. Η νομιμοποιητική βάση του ήταν η επίκληση της ανάγκης υπεράσπισης της ελευθερίας, η οποία προβάλλεται διαρκώς ως εγγενές στοιχείο της εθνικής ταυτότητας των ΗΠΑ και ως η ειδοποιός διαφορά του δυτικού τρόπου ζωής έναντι του σοσιαλιστικού. Αυτή βέβαια η επίκληση δεν αποτελεί παρά ένα προκάλυμμα πίσω από το οποίο κρύβονται οι πραγματικοί στόχοι του αμερικανικού κεφαλαίου και του πολιτικού προσωπικού του. Για όσους γνωρίζουν ειδικά τις αυταρχικές τάσεις και πρακτικές των τότε ελληνικών κυβερνήσεων, είναι φανερός ο κίβδηλος χαρακτήρας των εκκλήσεων του Τρούμαν για την υπεράσπιση των ελεύθερων θεσμών.

Ένα από τα βασικά στοιχεία του λόγου ήταν η χορήγηση βοήθειας υπό όρους και υπό την εποπτεία Αμερικανών συμβούλων. Οι Αμερικανοί προσανατολίζονταν στη σύσταση ενός καθεστώτος άμεσου ελέγχου, δηλαδή στη συγκρότηση ενός μηχανισμού ο οποίος θα επέβλεπε πού θα διοχετεύονταν και πώς θα αξιοποιούνταν όλοι οι διαθέσιμοι από την αμερικανική βοήθεια πόροι. Το πρόσχημα για τον ασφυκτικό έλεγχο τον οποίο θα ασκήσουν οι Αμερικανοί ιθύνοντες στα ελληνικά πράγματα τα επόμενα χρόνια θα το δώσει ο ίδιος ο Τρούμαν ορίζοντας ως μακροπρόθεσμο στόχο αυτής της πολιτικής την αυτοδυναμία της ελληνικής οικονομίας.

Η συμφωνία, την οποία υπέγραψαν οι δύο πλευρές τον Ιούνιο του 1947, εγκαθίδρυε καθεστώς απόλυτης εξάρτησης και ασφυκτικού ελέγχου, καθώς οι τυπικές ιεραρχίες της διοίκησης παρακάμπτονταν και οι Αμερικανοί αξιωματούχοι επιφορτίζονταν με ευρύτατες αρμοδιότητες, γεγονός που καθιστούσε την πολιτική ηγεσία του κράτους απλούς υφιστάμενούς τους. Η αστική τάξη της χώρας και οι πολιτικοί εκπρόσωποί της επέλεξαν με αυτόν τον τρόπο να εκχωρήσουν σημαντικό τμήμα των εξουσιών τους στην αμερικανική αποστολή προκειμένου να διασφαλίσουν τα μακροπρόθεσμα συμφέροντά τους. Το ίδιο το ύψος της οικονομικής βοήθειας για τα έτη 1947-1948, παρά τις επίμονες εκκλήσεις των Ελλήνων αξιωματούχων, ήταν κατώτερο των προσδοκιών της ελληνικής πλευράς και το μεγαλύτερο μέρος του, μετά από μια σειρά αναθεωρήσεις του αρχικού προγράμματος διοχετεύτηκε κατά κύριο λόγο στις στρατιωτικές ανάγκες. Η στρατιωτική βοήθεια επισκίασε γρήγορα την οικονομική, καθώς το βάρος έπεσε στη δημιουργία αξιόμαχων δυνάμεων και στην επιτυχή έκβαση του αντικομμουνιστικού αγώνα και η χρηματοδότηση της κοινωνικής πολιτικής και των έργων ανασυγκρότησης πέρασε σε δεύτερη μοίρα. Συγκεκριμένα, το έμψυχο δυναμικό των ένοπλων δυνάμεων αυξήθηκε κατά 12.000 άνδρες και ο ελληνικός στρατός τέθηκε υπό τον άμεσο έλεγχο των Αμερικανών μέσω της ίδρυσης της JUSMAPG (Joint United States Military Advisory and Planning Group) υπό τη διοίκηση του στρατηγού Τζέιμς Βαν Φλητ, η οποία ανέλαβε ουσιαστικά τη διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων του εμφυλίου και λογοδοτούσε απευθείας στα στρατιωτικά υπουργεία στην Ουάσιγκτον.

Η αποστολή η οποία θα επέβλεπε την παροχή βοήθειας, η λεγόμενη AMAG (American Mission for Aid to Greece), θα φτάσει στην Ελλάδα στις αρχές Ιουλίου υπό την ηγεσία του ελάχιστα διπλωματικού Ντουάιτ Γκρίσγουολντ. Μια από τις πρώτες ενέργειές της ήταν η εγκατάσταση τοποτηρητών σε όλα τα πολιτικά υπουργεία, οι οποίοι αποτελούσαν μια παράλληλη ή επάλληλη (για να μην πούμε ουσιαστικά ανώτερη) εξουσία με αυτή της πολιτικής ηγεσίας, ενώ χωρίς τη συναίνεση των τοποτηρητών δεν μπορούσε να ληφθεί καμιά απόφαση. Επίσης οι Αμερικανικοί διαχειρίζονταν με δικούς τους διοικητές μια σειρά οργανισμών και φορέων κομβικής σημασίας, όπως η Διοίκηση Εξωτερικού Εμπορίου (ΔΕΕ) την οποία ιδρύουν, το ΙΚΑ, ο ΟΛΠ και η Νομισματική Επιτροπή, η οποία προϋπήρχε.

Τον Ιούνιο του ίδιου έτους εξαγγέλθηκε και το σχέδιο Μάρσαλ, δηλαδή η χορήγηση οικονομικής βοήθειας στο σύνολο της Ευρώπης. Έτσι το καθεστώς ελέγχου και εξάρτησης θα διαιωνιστεί για αρκετά χρόνια και θα πάρει άλλη τυπική μορφή, καθώς η Ελλάδα δεν θα αργήσει να ενσωματωθεί σε αυτό το πανευρωπαϊκής κλίμακας σχέδιο. Η ECA/Greece (European Cooperation Administration) θα διαδεχθεί σύντομα την AMAG.

Τον ρόλο και τα αποτελέσματα του σχεδίου Μάρσαλ στην ελληνική οικονομία και κοινωνία θα εξετάσουμε σε επόμενο άρθρο.

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΑΣΤΕΡΙΟΥ

Ενδιαφέροντα άρθρα

Παρόμοια